- συλλαβόγριφος
- ο, Νείδος αινίγματος κατά το οποίο δίνεται η σημασία τών τμημάτων μιας λέξης και ζητείται να βρεθεί η λέξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβή + γρίφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συλλαβόγριφος — ο είδος πνευματικού παιχνιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)